- σκοτεινούς
- σκοτεινόςdarkmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
Tour de Bollingen — 47° 13′ 16″ N 8° 54′ 18″ E / 47.2211, 8.9051 … Wikipédia en Français
ανόφθαλμος — (anophthalmus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των καραβιδών, που απαντώνται στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη. Ζούν κάτω από πέτρες στο βάθος σπηλαίων. Τα έντομα αυτά είναι υπανάπτυκτα και δεν έχουν μάτια και φτερά. * * * ο (Μ ἀνόφθαλμος,… … Dictionary of Greek
βρομοδουλειά — η 1. ανήθικη πράξη 2. ύποπτη υπόθεση με σκοτεινούς σκοπούς και ανήθικα μέσα … Dictionary of Greek
γεώφιλος — (geophilus). Γένος χερσόβιων αρθροπόδων της ομοταξίας των χειλοπόδων, της οικογένειας των γεωφίλων. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό και αποτελείται από την κεφαλή και πολλά μεταμερή τμήματα (μεταμερίδια), ο αριθμός των οποίων ποικίλλει… … Dictionary of Greek
γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… … Dictionary of Greek
παρωδός — όν, Α 1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες τού άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός α) ο ποιητής παρωδιών β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek